γιαρμάς

γιαρμάς
ο
(λ. τουρκ.), είδος ροδάκινου από το οποίο αφαιρείται εύκολα το κουκούτσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γιαρμάς — ο 1. ποικιλία ροδακινιάς (καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή Βέροιας και Νάουσας τής Δυτ. Μακεδονίας) 2. ο καρπός τού δέντρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < τουρκ. yarma < (ρ.) yarmak «σχίζω, χωρίζω στα δύο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”